ραχιαλγία

ραχιαλγία
η, Ν
ιατρ. διάχυτος πόνος στην περιοχή τής σπονδυλικής στήλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rachialgia < ράχις + -αλγία (< -αλγής < άλγος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ραχιαλγία — η (ιατρ.), πόνος στη ράχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραχιαλγικός — ή, ό, Ν [ραχιαλγία] αυτός που έχει σχέση με τη ραχιαλγία …   Dictionary of Greek

  • ραχόπονος — ο, Ν πόνος τής πλάτης, ραχιαλγία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”